ἀνεπίμικτος

Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A unmixed with, τῷ ἔξω Arist. Spir.483b1; pure from, ῥυπαρίας Dsc.5.126, cf. Eup. Praef., Eustr.in EN294.12: abs., σπέρματα J.AJ4.8.20, cf. Max.Tyr.40.6.    II avoiding contact, Epicur.Sent.39; not mixing with others, unsocial, βίος ἀ. ὁμιλίαις Plu.2.438c; δίαιτα ἀ. Id.Rom.3; τό ἀ., = ἀνεπιμιξία, Str.8.1.2: of a country, unfrequented, unvisited, ξενικαῖς δυνάμεσι D.S.5.21, cf. Plu. 2.604b; ψυχὴ ἀ. πάθεσι ib.989c; ποιῆσαί τι ἀ. ἑαυτῷ to make it alien from oneself, D.S.5.17, cf. Phld.Rh.1.121S.

German (Pape)

[Seite 224] 1) unvermischt, Arist. spir. 5, 4; rein, ῥυπαρίας, von Schmutz, Diosc.; ἀνεπιμίκτους τοῖς πάθεσι ψυχάς Plut. Gryll. 6; ἀν. καὶ ἄχραντος τῆς ἄλλης Ἑλλάδος Phryn. p. 355. – 2) ungesellig, nicht verkehrend, ἀνθρώπων, mit Menschen, Strabo; βίος Plut. Rom. 3; von einem Lande, unbesucht, Diod. Sic. 5, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίμικτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιμιγνύμενος, ἄμικτος, ἀνεπίμικτος τῷ ἔξω Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 4: καθαρὸς ἀπό τινος, ἀνεπίμικτος ῥυπαρίας, ἀναφέρεται ὡς εἰλημμένον ἐκ τοῦ Διοσκ. ΙΙ. ὁ μὴ μετ’ ἄλλων ἀναμιγνυόμενος, ἀκοινώνητος, βίος ἀνεπ. ὁμιλίαις Πλούτ. 2. 438C· δίαιτα ἀνεπ. ὁ αὐτ. Ρωμ. 3· τό ἀνεπίμικτον, = ἡ ἀνεπιμιξία, Στράβ. 333: ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ συχναζομένη, ἣν δὲν ἐπισκέπτονται ξένοι, αὕτη ... ἐνεπίμικτος ἐγένετο ξενικαῖς δυνάμεσιν Διόδ. 5. 21, πρβλ. Πλούτ. 2. 604Β· οὕτω, ψυχὴ ἀνεπίμικτος πάθεσιν αὐτόθι 989C· ποιεῖσθαί τι ἀνεπ. ἑαυτῷ, ἀποξενῶ τι ἀπ’ ἐμαυτοῦ, «ἵνα οὖν ἀνεπιβούλευτον ἔχωσι τὴν κτῆσιν, ἀνεπίμικτον ἑαυτοῖς ἐποίησαν τὸν ἐξ ἀργύρου καὶ χρυσοῦ πλοῦτον» Διόδ. 5. 17. - Ἐπίρρ. ἀνεπιμίκτως Πολυδ. Ε΄, 139.