ἀνεπιμιξία

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιμιξία Medium diacritics: ἀνεπιμιξία Low diacritics: ανεπιμιξία Capitals: ΑΝΕΠΙΜΙΞΙΑ
Transliteration A: anepimixía Transliteration B: anepimixia Transliteration C: anepimiksia Beta Code: a)nepimici/a

English (LSJ)

ἡ, want of intercourse, lack of relationships, want of traffic, Plb.16.29.12, App.Mith.93.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 integridad τῆς ψυχῆς Phld.D.1.21.10.
2 aislamiento ἐθνῶν Plb.16.29.12, ἡ γῆ τῶν ἔργων ἐνδεὴς διὰ τὴν ἀνεπιμιξίαν App.Mith.93.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Mangel an Verkehr, Pol. 16, 29; Reinheit, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιμιξία:отсутствие связей, разобщенность (τῶν ἐθνῶν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιμιξία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιμιξίας ἢ ἐμπορίου, Πολύβ. 16. 29, 12, Ἀππ. Μιθρ. 93.

Greek Monolingual

η (Α ἀνεπιμιξία)
νεοελλ.
η αποφυγή επιμιξίας μεταξύ διαφορετικών φυλών ή εθνοτήτων
αρχ.
η έλλειψη επαφών ή συναλλαγών μεταξύ χωρών.

Translations

unsociability

Bulgarian: необщителност; English: unsociability, unsociableness; German: Ungeselligkeit, Zurückgezogenheit; French: insociabilité; Greek: αντικοινωνικότητα, ακοινωνησιά, ακοινωνικότητα, το μονόχνωτο, το ακοινώνητο; Ancient Greek: ἀκοινωνησία, ἀκοινωνία, ἀμειξία, ἀμειξίη, ἀμιξία, ἀμιξίη, ἀνεπιμιξία, ἀπανθρωπεία, ἀπανθρωπία, δυσομιλία, τὸ ἄμικτον, τὸ ἀνεπικοινώνητον, τὸ ἀνεπίμικτον, τὸ δυσεπίμικτον, τὸ δυσξύμβολον, τὸ δυσσύμβολον; Spanish: insociabilidad

integrity

Albanian: ndershmëri; Arabic: أَمَانَة, نَزَاهَة; Belarusian: сумленнасць; Bengali: সত্যনিষ্ঠা; Bulgarian: интегритет, честност; Catalan: integritat; Cebuano: integridad; Chinese Mandarin: 正直; Czech: integrita, zásadovost; Finnish: rehellisyys, suoraselkäisyys, kunniallisuus; German: Integrität; Greek: ακεραιότητα; Ancient Greek: ἁγνεία, ἁγνότης, ἀδιαφθορία, ἀδωροδοκία, ἀκεραιότης, ἀνδραγαθία, ἀνεπιμιξία, ἁπλοσύνη, ἀφθαρσία, ἀφθορία, εἰλικρίνεια, εἰλικρινότης, ἐλευθερία, εὐθύτης, εὐσυνειδησία, καθαρειότης, τὸ ἀδέκαστον; Irish: ionracas; Italian: integrità; Latin: honestas, integritas; Malay: kejujuran, integriti; Maori: ngākau tapatahi; Middle English: honeste; Polish: prawość, uczciwość; Portuguese: integridade; Romanian: integritate; Russian: честность; Serbo-Croatian Cyrillic: интегрѝте̄т, чѐстито̄ст; Roman: integrìtēt, čèstitōst; Spanish: integridad; Swahili: uadilifu; Swedish: integritet; Tagalog: integridad; Ukrainian: чесність