σκηνίπτω

Revision as of 09:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

= διαφθείρω, Hsch.; cf. διασκηνίπτω.

German (Pape)

[Seite 895] = σκνίπτω, nur bei Gramm.; doch hat Nic. Th. 193 die Zusammensetzung διασκηνίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίπτω: παρ’ Ἡσύχ. ἐρμηνευόμ. διαφθείρω· - ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 193 193 ἔχει τὸ σύνθετ. διασκηνίπτω, ἐπὶ τοῦ ἱχνεύμονος καὶ τῶν ᾠῶν τοῦ κροκοδείλου.