διηγέομαι

Revision as of 09:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A set out in detail, describe, [ἔργα] Heraclit.1; πρᾶγμα Ar. Av.198; τὴν ἀλήθειαν περί τινος Antipho1.13, cf. Th.6.54, Pl.Prt. 310a, al.; περὶ ταύτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι D.21.77: c. acc. pers., οἷον . . σὺ τοῦτον διηγῇ such as you describe him, Pl.Tht.144c.

Greek (Liddell-Scott)

διηγέομαι: ἀποθ., ἐκθέτω λεπτομερῶς, ἀφηγοῦμαι, περιγράφω, τὸ πρᾶγμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 198· τὴν ἀλήθειαν περί τινος Ἀντιφῶν 113. 2· ἀκολούθως παρὰ Θουκ. 6. 54, Πλάτ., κτλ.· περὶ ταὐτης εἰπεῖν καὶ διηγήσασθαι Δημ. 539. 20· μετ' αἰτ. προσ., οἷον… σὺ τοῦτον διηγεῖ, ὁποῖον σὺ περιγράφεις αὐτόν, Πλάτ. Θεαιτ. 144C. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. ιβ' καὶ 471.