θυώδης

Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ες, (θύος, ὄδ-ωδα, cf. εὐώδης, δυσώδης)

   A smelling of incense, fragrant, εἵματα . . θυώδεα Od.5.264; θαλάμοιο θυώδεος 4.121; βωμός h.Ap.87; νηός h.Ven.59; ναοί Theoc.17.123; Οὔλυμπος h.Merc.322; λίβανος Emp.128.6; καπνός E.Andr.1026 (lyr.): Comp. -έστερος, τέρμινθος Thphr.HP3.15.3.    II (θύον 1) belonging to the tree θύον, ib. 5.4.2.

German (Pape)

[Seite 1229] ες, weihrauchartig, wohlduftend; εἵματα Od. 5, 264. 21, 52; θάλαμος 4, 121; λίβανος Empedocl. bei Ath. XII, 510 d; Sp., ναός Theocr. 17, 123. – Bei Theophr. = dem θύον ähnlich.

Greek (Liddell-Scott)

θυώδης: -ες, (θύος, ὄδωδα, πρβλ. εὐώδης, δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, εὐώδης, ἀρωματικός, εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264˙ θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121˙ βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87˙ νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123˙ Οὔλυμπος Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322˙ λίβανος Ἐμπεδ. 422˙ καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. (θύον, εἶδος) ὡς τὸ δένδρον θύον, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.