[Seite 239] οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.
ἀνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, νωδός, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.