ή, όν, (ἑλεῖν)
A that can be taken or caught, Il.9.409, Max.Tyr. 18.3. 2 = αἱρετός, Procop.Pers.1.16.
[Seite 795] sangbar, ergreifbar, Il. 9, 409.
ἑλετός: -ή, -όν, (ἑλεῖν) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ, ληπτός, Ἰλ. Ι. 409.