ἐντομή
English (LSJ)
ἡ,
A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA487a33(pl.), 523b14(pl.); ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44. 2 hewing of masonry, λίθοι ἐντομῇ (v.l. ἐντομῇ) ἐγγώνιοι Th.1.93. 3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32.
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, das Einschneiden, der Einschnitt, Arist. H. A. 4, 1 Theophr. u. A.; Kluft, Spalt, τόπος κρημνοῖς συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομήν D. Sic. 1, 32; a. Sp.; vgl. Plut. Arst. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντομή: ἡ, ἐγχάραξις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· βαθὺ χάραγμα τῶν ἐντόμων, ἔνθα φαίνονται ὡς ἐντετμημένα, ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 16., 4. 1, 5 (πρβλ. ἔντομος ΙΙ)· ἐντομαὶ κτενὸς Λουκ. Ἔρωτ. 44. 2) στενὴ δίοδος, χαράδρα, περὶ τῶν καταρρακτῶν τοῦ Νείλου, τόπος γάρ ἐστι... συγκλειόμενος εἰς στενὴν ἐντομὴν Διόδ. 1. 32. ΙΙ. θυσία (ἴδε ἔντομος Ι), ἀμφ. παρὰ Πλουτ. 2. 857Β.