ἔντομος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἔντομον,
A cut in pieces, especially in neut. pl. ἔντομα = victims offered to the dead, ἱερεῖα being prop. used in reference to gods (Eust.1671 fin., cf. ἐναγίζω), ἔντομα ποιεῖν = offer as victims, Hdt.2.119, cf. 7.191; ἔ. μήλων A.R.1.587, cf. Call. ap.Sch.Th.Oxy.853x38.
II ἔντομα (sc. ζῷα), τά, insects, καλῶ δὲ ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς Arist.HA487a33, cf. 523b13, Ant.Lib.4.7.
III ἔντομοι· ἔνορκοι, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1hendido, dividido del espinazo de los caballos de raza hispana Hippiatr.115.1.
2 sujeto a juramento, juramentado sobre el animal degollado, Hsch.s.uu. ἔντομα, ἔντομοι, Phot.ε 1038.
II subst. τὰ ἔντομα
1 víctimas propiciatorias ἔντομά τε ποιεῦντες ... οἱ Μάγοι ... ἔπαυσαν (τὸν ἄνεμον) Hdt.7.191, cf. 2.119, αἐὶ δ' ἔχον ἔντομα σηκοί Call.Fr.694, ἔντομα μήλων víctimas consistentes en ganado A.R.1.587, cf. Ant.Lib.4.7, op. ἱερεῖα Sch.Od.11.23, cf. ἔντομα· καθάρματα Hsch.
•animales castrados ref. los cuadrúpedos destinados al sacrificio en honor de los muertos, op. τὰ ἔνορχα ‘animales enteros’ destinados a los dioses, Sud.s.u. ἐντομίδαι.
2 zool., el orden de los insectos op. otros órdenes del género animal καλῶ δ' ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομάς Arist.HA 487a33, 523b13, cf. Artem.2.21, Alex.Aphr.in Top.118.28, τὰ ἔντομα ... ζῷα Clem.Al.Paed.2.8.66.
German (Pape)
[Seite 857] eingeschnitten, zerschnitten, bes. – a) ζῶα, Insekten, Kerbthiere, Arist. H. A. 4, 1 u. Folgde. – bl σφάγια, Opferthiere, bes. Todtenopfer, Orph. Arg. 569 u. öfter; Schol. Ap. Rh. 1, 587 διὰ τὸ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν ἀποτέμνεσθαι τὰς κεφαλάς; Opfer bei feierlichen Eidschwüren u. anderen Gelegenheiten, ἔντομα ποιεῖν, opfern, Her. 2, 119. 7, 191; Plut.; ἔντομα θύειν Ant. Lib. 37. – Andere erkl. ἔντομα für verschnittene Tiere, die den Todtengöttern geopfert worden, Schol. Ap. Rh. a. a. O.; Bast sp. cr. p. 198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incisé, entaillé : τὰ ἔντομα (σφάγια) HDT victimes offertes aux mânes.
Étymologie: ἐντέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντομος: -ον, τετμημένος εἰς τεμάχια, ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἔντομα, τὰ τοῖς νεκροῖς ἐναγιζόμενα σφάγια, τὰ δὲ τοῖς θεοῖς προσφερόμενα ἐκαλοῦντο ἱερεῖα (Εὐστ. Ἰλ. 1671. 61, πρβλ. ἐναγίζω)· ἀλλὰ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (345. 26), «ἢ ἔντομα τὰ εὐνουχισθέντα τῶν προβάτων, τοιαῦτα δὲ ἔθυον τοῖς νεκροῖς, ἄγονα, διὰ τὸ αὐτοὺς εἶναι ἀγόνους»· - ἔντομα ποιῶ, = θυσιάζω, λαβὼν δύο παιδία ἀνδρῶν ἐπιχωρίων ἔντομα σφέα ἐποίησε Ἡρόδ. 2. 119., 7. 191, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587 καὶ ἴδε τὴν λ. τόμιος. ΙΙ. ἔντομα (ἐξυπ. ζῷα), τά, Λατ. insecta, τὰ ἔντομα, ἅπερ φαίνονται ὡς ἐντετμημένα εἰς δύο, ὡς π.χ. ἡ μέλισσα, συχν. παρ’ Ἀριστ., καλῶ δὲ ἔντομα ὅσα ἔχει κατὰ τὸ σῶμα ἐντομὰς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 16, πρβλ. 4. 1, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔντομος, -ον)
1. ο χωρισμένος με εντομές
2. το ουδ. ως ουσ. το έντομο
γενική ονομασία που περιλαμβάνει μικρά στο μέγεθος αρθρωτά ζώα τών οποίων το σώμα διαιρείται με εντομές σε τρία μέρη (κεφαλή, θώρακα και κοιλία) (οι μύγες, τα μυρμήγκια, οι σφήκες κ.ά.)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα έντομα
α) σφάγια που θυσιάζονται στους νεκρούς
β) φρ. «ἔντομα ποιῶ» — θυσιάζω
2. oἱ ἔντομοι
οι ένορκοι.
Greek Monotonic
ἔντομος: -ον (ἐντέμνω), κομμένος σε τεμάχια, τεμαχισμένος· ουδ. πληθ. ἔντομα, σφάγια θυσιών, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἔντομος, ον ἐντέμνω
cut in pieces, cut up: neut. pl., ἔντομα victims, Hdt.