δυσγράμματος

Revision as of 09:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A hard to write, Aristid.2.360 J.    II unlearned, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 677] 1) schwer zu schreiben, Aristid. – 2) ungelehrig, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγράμματος: -ον, ὁ δυσκόλως γραφόμενος, Αἰγύπτιον δὲ τοὔνομα καὶ δυσγράμματον μᾶλλον Ἀριστείδ. 2. 360. ΙΙ. ἀγράμματος ἢ ὀλιγογράμματος, ἀπαίδευτος, Φιλόστρ. 558.