εἱργμός
English (LSJ)
later εἰργμός, ὁ, (εἴργω)
A cage, prison, Pl.R.495d, Phd. 82e. 2 imprisonment, J.AJ18.1.3, Plu.2.84f: pl., Mitteis Chr. 71.10 (iv A. D.); εἱργμοὶ καὶ δεσμοί, of a snake's coils, Ael.NA17.37; εἱργμοῦ γραφή action for malicious imprisonment, Poll.6.154.
Greek (Liddell-Scott)
εἱργμός: μεταγεν. εἰργμός, ὁ, (εἴργω) δεσμός, εἱρκτή, ὥσπερ οἱ ἐκ τῶν εἱργμῶν εἰς τὰ ἱερὰ ἀποδιδράσκοντες Πλάτ. Πολ. 495D, Φαίδων 82Ε. ΙΙ. κάθειρξις, φυλάκισις, μήτε φυγὴν Ἀριστείδου, μήτε εἱργμὸν Ἀναξαγόρου μήτε πενίαν Σωκράτους Πλούτ. 2. 84F.