ἀποσαλεύω

Revision as of 09:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

   A lie in the roadstead, ride at anchor, Th.1.137; ἐπ' ἀγκὐρας D.50.22, cf. Arist.HA523b33, PA685a34: metaph., ἀ. ἐν φόβοις J. BJ7.3.4; keep aloof from, Plu.2.493d.    b ἀποσαλεύσας· ἐπιτηρήσας, Hsch., EM125.48.    2 trans., shake, cause to move, Gal. 6.141:—Pass. (with fut. -σαλεύσομαἰ, to be loosened, shaken away, Ruf.Ren.Ves.12.3; be shaken from one's opinion, Arr.Epict.3.26.16.

German (Pape)

[Seite 323] 1) auf offenem Meere, außerhalb des Hafens sich aufhalten, Thuc. 1, 137; ἐπ' ἀγκύρας, daselbst vor Anker liegen, Dem. 50, 22, wie Plut. Pomp. 77 u. a. Sp. – 2) sich von etwas entfernt halten, τινός Plut. am. prol. p. 71 (i. A.). – Med., ebenso, Arr. Epict. 3, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσᾰλεύω: ἐπὶ πλοίων, ἐπ’ ἀγκυρῶν σαλεύω, ὲπ’ ἀγκυρῶν ἵσταμαι, εἶμαι ἀραγμένος εἰς τὰ ἀνοικτὰ, «’ςτὸ πανὶ», καὶ ἀποσαλεύσας ἡμέραν καὶ νύκτα ὑπέρ τοῦ στρατοπέδου, ὕστερον ἀφικνεῖται εἰς Ἔφεσον Θουκ. 1. 137· ἐπ’ ἄγκυρας Δημ. 1213, 24· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4, 1, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 72: - μεταφ. ἀφίσταμαί τινος, ὄρεξιν τοῦ κατὰ φύσιν ἀποσαλεύουσαν Πλούτ. 2. 493D· ἐσάλευε καὶ ἀπεσάλευε. τοῦτο καὶ ἐπὶ νεῶν λέγεται καὶ ἐπ’ ἀνθρώπων. ἐπὶ μὲν πλοίων, ὡς Δίων ἐν Ρωμαϊκοῖς «ὀλίγα μὲν γὰρ καὶ τὰ κουφότατα τῶν πλοίων πρὸς τῇ γῇ ὥρμει, τὰ δὲ πλείω καὶ μείζω μετέωρα διὰ τὰ τενάγη ἀπεσάλευεν». ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων, ὡς τὸ «ἐφ’ ἑνὶ δὲ τῶν παίδων ἀπεσάλευεν». σημαίνει δὲ ἡ λέξις τὸ τὰς ἐλπίδας ἐπὶ τούτῳ εἶχεν· καὶ Αἰλιανὸς «ἐπεὶ τοίνυν ἐπὶ τῶν ἐσχάτων ἐσάλευεν ἤδη, κομίζουσιν αὐτὸν οἱ προσήκοντες εἰς Ἀσκληπιοῦ» Σουΐδ. ἐν λ. ἐσάλευε. 2) μεταβ. σαλεύω τι ἀπὸ τῆς θέσεώς του, οὕτω τοι λόγος ἔχει τὸν Μίλωνα γυμνάζειν ἑαυτόν, ἐνίοτε μὲν ἀποσαλεῦσαι τε καὶ μετακινῆσαι τῆς ἕδρας ἐπιτρέποντα τῷ βουλομένῳ, ... ἐνίοτε δέ, κτλ. Γαλην. τ. 6. σ. 85, ἔκδ. Chart. - Παθ., ἀλλάσσω γνώμην, μελετᾶς μὴ ἀποσαλεύεσθαι διὰ σοφισμάτων· ἀπὸ τίνων; Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 16.