ἐμπόριον

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A trading-station, mart, factory, Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐ. παρέχειν, of Corinth, Th.1.13.    b market-centre for a district which had no πόλις, SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).    2 τὸ ἐ., at Athens, the Exchange, where the merchants resorted, δανείσασθαι Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές foreign merchants, Diph.17.3, cf. 43.9.    II ἐμπόρια, τά, merchandise, X. Vect.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόριον: τό, Λατ. emporium, τόπος ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς ἔνθα προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς ἐμπορικός, ἀγορά, ἀποθήκη ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ ἐμπόριον παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) κέντρον ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, εἶδος χρηματιστηρίου ἔνθα συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ οἷον τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. ἐμπορία ΙΙ).