Ναϊάς

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

Ion. Νηϊάς, άδος, ἡ, (νάω)

   A Naiad, river-nymph, spring-nymph, Od.13.104,356 (pl.): in sg., A.R. 1.626:—also Ναΐς, Ion. Νηΐς, ΐδος, ἡ, in sg., νηΐς Ἀβαρβαρέη Il.6.22; νύμφη τέκε νηΐς 14.444, cf. Pi.P.9.16, E.Hel.187 (lyr.): pl. Ναΐδες, Str.10.3.10, Paus.8.4.2, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νᾱϊάς: Ἰων. Νηιάς, -άδος, ἡ· (νάω)· - νύμφη ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς εἶναι νύμφη τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ Ναΐς, Ἰων. Νηίς, -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη τέκε Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ.