πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
Νηιάς: -άδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ Ναϊάς.
άδος: Naiad, water-nymph, pl. (Od.)
Νηϊάς, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. Ναϊάδα.
Νηιάς, άδος, [ionic for Ναϊάς.]