ἀπαφίσκω

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A cheat, beguile, mostly in compos. with παρά and ἐξ:— of the simple word Hom. has only ἀπαφίσκει Od.11.217: aor. opt. ἀπάφοιτο in act. sense, 23.216:—later, ἀπάφῃ APl.4.108 (Jul.); ἀπαφών Opp.H.3.444; ἤπαφες, ἤπαφε, Q.S.3.49, Nonn.D.5.512: aor. 1 ἀπάφησε ib.8.129, Q.S.13.280, 2sg. ἀπάφησας 3.502.

German (Pape)

[Seite 283] = ἀπατάω, praes. Od. 11, 217; fut. ἀπαφήσω Strat. 12 (XII, 28); aor. ἤπαφον Diosc. 14 (VI, 126); med. in derselben Bdtg, ἀπάφοιτο Od. 23, 216; üblicher in compp., bes. ἐξαπ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰφίσκω: μέλλ. ἀπαφήσω: ἀόρ. ἀπήπᾰφον: - ὡς τὸ ἀπατάω, ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εὕρηται σύνθετον μετὰ τῆς παρὰ καὶ τῆς ἑξ: - ἐκ τοῦ ἁπλοῦ ῥήματος ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἀπαφίσκει Ὀδ. Λ. 217 καὶ τὸ ἤπαφε Ξ. 488· μεταγεν. ἀπάφῃ Ἀνθ. Πλαν. 4. 108· ἀπαφὼν (οὕτως ἀναγνωστέον) Ὀππ. Ἀλ. 3. 444· εὐκτ. μέσ. ἀορ. ἀπάφοιτο μετ’ ἐνεργ. σημασ., ὁ αὐτ. 23. 216· (ἐκ τοῦ ἅπτω (palpare ψηλαφῶ, ψήχω, θωπεύω), ἀφή· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ ἀπάτη, ἀπατάω).