ἀσυνάρτητος

Revision as of 09:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A disconnected, incoherent, D.H.Th.6, Gal.15.468, Sch.S.OC1560.    II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, Heph.15, Sch.Ar.Ra.1316, etc.

German (Pape)

[Seite 380] nicht verknüpft, unzusammenhangend. Bei den Metrikern sind ἀσυνάρτητοι Verse, in denen verschiedene Rhythmen locker od. gar nicht verbunden sind. Uebh. nicht zusammenpassend, Dion. Hal. iud. de Thuc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάρτητος: -ον, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, ἀνακόλουθος, εἰς πολλὰ μεμερισμένην καὶ ἀσυνάρτητα κεφάλαια Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἀσυνάρτητοι στίχοι εἶναι οἱ συγκείμενοι ἐξ ἑτερογενῶν μερῶν, «γίνεται δὲ καὶ ἀσυνάρτητα, ὁπόταν δύο κῶλα μὴ δυνάμενα ἀλλήλοις συναρτηθῆναι μηδὲ ἕνωσιν ἔχειν ἀντὶ ἑνὸς μόνου παραλαμβάνηται στίχου» Ἡφαιστ. 15, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 56. 12.