ἀνακόλουθος

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακόλουθος Medium diacritics: ἀνακόλουθος Low diacritics: ανακόλουθος Capitals: ΑΝΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: anakólouthos Transliteration B: anakolouthos Transliteration C: anakolouthos Beta Code: a)nako/louqos

English (LSJ)

ἀνακόλουθον,
A inconsequent, Epicur.Ep.2p.41U.; μετάβασις ἀ. Aët.6.22; inconsistent, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις Muson.Fr.10p.56H.; v.l. in Arr.Epict.1.7.18.
2 Gramm., anomalous, of inflections, A.D.Pron.66.1, al.; also of changed constructions, ἀ. σχῆμα, σχηματισμοί, D.H.Th.41,42. Adv. ἀνακολούθως Id.Rh.8.13, Sch.Il.2.469, EM722.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no de acuerdo, inconsecuente, improcedente μή ἀναβλέπων εἰς τὰ ἀνακόλουθα no considerando (solamente) las (hipótesis) que no están de acuerdo (con estos fenómenos) Epicur.Ep.[3] 95, ἀ. καὶ ἐναντίος Hermog.Prog.5, μετάβασις Aët.6.22, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις Muson.Fr.10, τῇ φύσει M.Ant.3.9.
2 de pers. indeseable μὴ συγκαλέσαι τινα ἀνακόλουθον κατ' οἶκον PLond.1711.53 (VI a.C.).
II gram. y ret.
1 irregular ἀντωνυμίαι A.D.Pron.66.1.
2 de constr. anacolútico ἀ. σχῆμα, σχηματισμός D.H.Th.41, 42.
3 ret. tipo de metáfora cuya recíproca no es posible (opuesta a la ἀκόλουθος en que sí es posible), Charis.272, Diom.1.457.31.
4 neutr. subst. τὸ ἀ. anacoluto Sacerd.6.457.23, Seru.Aen.3.541.
III adv. -ως anacolúticamente D.H.Rh.8.13, Sch.Il.2.469, Alex.Aphr.in Metaph.752.19.

German (Pape)

[Seite 193] ohne Zusammenhang, unpassend, bes. τὸ ἀνακόλουθον, = ἡ ἀνακολουθία, auch adv. ἀνακολούθως, Dion. Hal., aus der Construction fallend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακόλουθος: -ον, ὁ ἄνευ ἀκολουθίας ἢ συναφείας, ὁ μὴ συμφωνῶν πρὸς τὰ προηγούμενα. ― Ἐπίρρ. -θως Διον. Ἁλ. Π. Ρητ. 8, 13, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 469, κτλ.: ― τὸ ἀνακόλουθον = ἀνακολουθία.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνακόλουθος, -ον)
1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός
2. ασυνεπής
3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.)
σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας προτάσεως, καθώς με τη γοργότητα του λόγου μεταβάλλεται και ο ειρμός τών σκέψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀκόλουθος.
ΠΑΡ. ανακολουθία].