κάρσιος

Revision as of 09:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

α, ον,

   A crosswise, Hsch. Adv. -ίως Suid.; cf. ἐγκάρσιος.

German (Pape)

[Seite 1329] schräg, schief, πλάγιος, Hesych.; im Gebrauch scheinen nur die compp. ἐγκάρσιος u. ἐπικάρσιος gewesen zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

κάρσιος: -α, -ον, πλάγιος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἐγκάρσιος, ἐπικάρσιος.