ἀπόρημα

Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A matter of doubt, question, puzzle, Pl.Phlb.36e, Arist.Metaph. 1011a6, etc.    2 esp. in the Dialectic of Arist., objection raised to an ἐπιχείρημα (q.v.), Id.Top.162a17.    3 practical difficulty, Plb. 31.13.8.

German (Pape)

[Seite 321] τό, die Streitfrage, Plat. Phil. 36 e; oft Arist.; Verlegenheit, Schwierigkeit, Pol. 31, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρημα: -ατος, τό, πρᾶγμα περὶ οὗ ὑπάρχει ἀπορία, Πλάτ. Φίλ. 36Ε, Ἀριστ. ἐν τῇ διαλεκτικῇ τοῦ Ἀριστ., ἔνστασις ἐγειρομένη ἐναντίον ἐπιχειρήματος (ὃ ἴδε), ἀπόρημα δὲ συλλογισμὸς διαλεκτικὸς ἀντιφάσεως Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12, πρβλ. ἀπορέω Ι. 2. 2) πραγματικὴ δυσκολία, ἀμηχανία, δυσχέρεια, Πολύβ. 31. 21, 8.