ὑπεκκαίω

Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

   A kindle, Thphr.Ign.63: metaph., stir up, ὑ. τὴν γνώμην Luc.Peregr.26; inflame, ἔχθραν Plu.2.616e; πλῆθος Id.Dio22.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. καίω), von unten od. allmälig ausbrennen, anzünden, Theophr.; τὴν γνώμην, Luc. Peregr. 26; u. so übertr., ὑπεκκαῦσαι καὶ συνεξορμῆσαι, Plut. Dion. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκκαίω: μέλλ. -καύσω, ὑποκαίω, ἀνάπτω τι κάτωθενβαθμηδόν, Θεοφράστ. περὶ Πυρ. 63· μεταφορ., ὑπ. τὴν γνώμην Λουκ. Περεγρ. 26, πρβλ. Πλούτ. 2. 616Ε.