κουρεῖον

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό, (κουρά)

   A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up, καί τοι λόγος γ' ἦν . . πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl.338, cf. Av.1441; πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.); ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47 W.    II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 (κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κουρεῖον: τό, (κουρὰ) ἐργαστήριον κουρέως, ἔνθα συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι λόγος γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ πρόβατον ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο κουρεῶτις, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 (ἔνθα ἡμαρτημένως φέρεται κούριον)· πρβλ. μεῖον ΙΙ.