κούριον

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

German (Pape)

[Seite 1496] τό, s. κούρειον.

Greek (Liddell-Scott)

κούριον: τό, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κούρειον, ὃ ἴδε.

Russian (Dvoretsky)

κούριον: τό Isae. v. l. = κούρειον.