κούριον
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
German (Pape)
[Seite 1496] τό, s. κούρειον.
Greek (Liddell-Scott)
κούριον: τό, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κούρειον, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
κούριον: τό Isae. v. l. = κούρειον.