αὐτοσταδίη
English (LSJ)
(sc. μάχη), ἡ,
A stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.
German (Pape)
[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.