μεμβράνα
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A membrāna, parchment, 2 Ep.Ti.4.13, Charax 14, POxy.2156.9 (iv/v A.D.):—also μέμβρανον, τό, Lyd.Mens.1.28: hence Adj. μεμβράϊνος, PMasp.144.6 (vi A.D.), and Subst. μεμβραϊνάριος, prob. in Stud.Pal.20.194 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, das lat. membrana, Haut, Pergament, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μεμβράνα: (ὀρθότ. μεμβρᾶνα) ἡ, τὸ Λατ. membrāna, ὡς καὶ νῦν, τὸ λεπτὸν κατειργασμένον δέρμα ὃ μετεχειρίζοντο ἄλλοτε ἀντὶ χάρτου, Β΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 13· ὡσαύτως μέμβρανον, τό, Ἰω. Λυδ. 11, 14, Νικήτ. Βυζ. 769Β.