ἀνεόρταστος
English (LSJ)
ον,
A without holidays or festive joy, βίος Democr.230, cf. Plu.2.1102b.
German (Pape)
[Seite 224] nicht gefeiert, ohne Festlichkeiten, Themist.; Democr. Stob. 16, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεόρταστος: -ον, (ἑορτάζω) ὁ ἄνευ ἑορτῶν ἢ ἑορταστικῶν ἀπολαύσεων, βίος ἀνεόρταστος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 138, Πλούτ. 2. 1102Β.