ατος, τό,
A piece of absurdity, of a person, D.C.59.26.
[Seite 487] τό, alberne Rede oder Handlung, D. Cass. 59, 26 u. a. Sp.
παραλήρημα: τό, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, μωρολογία, Δίων Κ. 59. 26.