σκληρία

Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ,= σκληρότης,

   A hardness, Plu.2.376c codd.; opp. μαλακία σώματος, Phld.Mus.p.30K.    2 an induration, Dsc. 2.72, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Aret.SD1.13, etc.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = dem gew. σκληρότης, Härte; Plut. Is. et Os. 62; LXX.; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρία: ἡ, = σκληρότης, Πλούτ. 2. 376Β, Κλήμ. Ἀλ. 488. 2) σκλήρωμα, σκίρωμα, Διοσκ. 2. 81, Ἀρεταῖ, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., = σκληροκαρδία, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀποδ. 24Β.