Σύρτις
English (LSJ)
gen. εως, Ion. ιος, also ιδος D.P.477, ἡ: (σύρω):—
A the Syrtis, name of two large shallow gulfs on the coast of Libya, Hdt.2.32, 150, etc. II metaph., destruction, ἄλλα δ' ἄλλαν θραῦεν σ. Tim. Pers.99, cf. Cic.Orat.3.41.163, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
Σύρτις: γεν. εως, Ἰων. ιος, καὶ ιδος, Διον. Π. 477, ἡ· (σύρω)· ― ὄνομα δύο μεγάλων τεναγωδῶν τόπων τῆς Λιβυκῆς θαλάσσης εἰσχωρούντων εἰς πολὺ μέρος τῆς χώρας δηλ. τῆς Λιβύης (ἡ μείζων Σύρτις καὶ ἐλάσσων), Ἡρόδ. 2. 32, 150, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., «φθορά, καὶ λύμη» Ἡσύχ., ἔνθα ὀξυτόνως. συρτίς.