μεσήρης

Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

poet. μεσσ-, ες,

   A in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.

German (Pape)

[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.