ἐκδοχεῖον

Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A reservoir, tank, J.BJ1.15.1, Peripl.M.Rubr. 27.

German (Pape)

[Seite 758] τό, der Behälter, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδοχεῖον: τό, δοχεῖον, δεξαμενή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «ἐκδοχεῖον, τὸ ταμεῖον»· προσέτι, ἐκδόχιον, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐκδόχιον Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας.