Μαραθών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, also ἡ, Pi.O.13.110: (μάραθον):—Marathon, so called from its being
A overgrown with fennel (Str.3.4.9), Od.7.80, Hdt. 1.62, etc.: Μαραθῶνι at M., Ar.Eq.781, etc.; Μαραθῶνάδε to M., And.1.107; Μαραθωνόθεν from M., Aristid.2.218J.:—Adj. Μᾰρᾰθώνιος, α, ον; Μ., τά, festival in celebration of the victory of Marathon, D.H.5.17.
Greek (Liddell-Scott)
Μᾰρᾰθών: -ῶνος, ὁ, (μάραθον), δῆμος κατὰ τὴν Ἀνατολικὴν παραλίαν τῆς Ἀττικῆς, πιθανῶς κληθεὶς οὕτως ὡς κατάφυτος, ἐκ μαράθου (Στράβ. 160), πρῶτον μνημονεύεται ἐν Ὀδ. Η. 80, ἀκολούθως ἐν Ἡροδ. 1. 62., 6. 111, κτλ.· ἡ ἐν Μ. μάχη Ἡρόδ.· ὡσαύτως τὰ Μαραθώνια, Διον Ἁλ. 5. 17· - Μαραθῶνι = ἐν Μαραθῶνι Ἀριστοφ. Ἱππ. 781, κτλ.· Μαραθῶνάδε = εἰς Μαραθῶνα, Ἀνδοκ. 14. 32.