προνομεύω
English (LSJ)
A forage, plunder, Plb.2.27.2, Str.16.1.18, Onos.10.8, Polyaen.3.10.5; [προβοσκίδα] ἔχουσα π., of a fly, Luc.Musc.Enc.3. II trans., plunder, ravage, τὴν τῶν πολεμίων D.H.8.11 (also in Pass., ibid., D.S.13.109); pluck, ὄρμενα Posidipp. 24; eat greedily, τὰ δεῖπνα Plu.2.709a. 2 carry away captive, LXX Nu.31.9, al.:—Pass., ib.Si.48.15. (Rejected by Thom.Mag. p.275 R.)
German (Pape)
[Seite 736] im Kriege auf Fouragirung ausgehen; Posidipp. bei Phot. lex., ὅρμενα; Pol. 2, 27, 2, u. öfter; χώραν, durch Fouragiren ausplündern, D. Hal. 6, 42; Polyaen. 3, 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προνομεύω: ἐπιτρέχω χώραν ἐχθρικὴν χάριν προνομείας, Πολύβ. 2. 27, 2, Πλούτ., κλπ.· τῇ προβοσκίδι... προνομεύει, βόσκεται, ἐπὶ μυίας, Λουκ. Μυίας ἐγκώμ. 3. ΙΙ. μεταβατ., ληΐζω, διαρπάζω, λεηλατῶ, ἐρημώνω, τὴν χώραν Διον. Ἁλ. 8. 11· ἐν τῷ παθ., αὐτόθι, Διόδ. 13. 109· ― ἐκριζώνω, ἔνδοθι προνομεύειν ὄρμενα Ποσείδιπ. ἐν «Συντρ.» 2· ― τρώγω ἀδηφάγως, τὰ δεῖπνα Πλούτ. 2. 709Α· ἀπάγω αἰχμάλωτον, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 15), Χρησμ. Σιβ. 8. ― Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, «οὐχ εὕρηται δὲ οὔτε τὸ προνομεύειν, οὔτε ἡ προνομεία παρὰ ῥήτορσιν, ἀλλ’ ἀντὶ τούτων ληΐζεσθαι καὶ κατασύρειν καὶ καταδρομαὶ» Θωμ. Μάγιστρ. 742.