περιστείχω

Revision as of 10:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A go round about, c. acc., τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277, cf. AP5.138 (Mel.): abs., περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13, dub. in Alc.Com.35.

German (Pape)

[Seite 593] im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

περιστείχω: βαδίζω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, «περιῆλθες, περιώδευσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 277, Πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 139· ἀπολ., περιστείχοντος ἀλείσου Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 477C.