[Seite 381] ἡ, das Sicherstellen, Sp.
ἀσφάλισις: -εως, ἡ, ἐξασφάλισις, ἀσφάλεια, βεβαιότης, Νικήτ. Χων. παρὰ Φαβρ. τ. 6. σ. 408, 10, ἔκδ. α΄.