German (Pape)
[Seite 381] ἡ, das Sicherstellen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφάλισις: -εως, ἡ, ἐξασφάλισις, ἀσφάλεια, βεβαιότης, Νικήτ. Χων. παρὰ Φαβρ. τ. 6. σ. 408, 10, ἔκδ. α΄.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
muro, defensa glos. a περιπτυχάς Tz.Comm.Ar.3.1154.27.