συνοχμάζω

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.

Greek (Liddell-Scott)

συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.