ἀπροθέτως

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv., (προτίθημι)

   A undesignedly, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.