λατομέω
English (LSJ)
A quarry, γῆν Posidon.57 J.; πέτραν IG42(1).122.25 (Epid.), cf. D.S. 5.39; λίθους PCair.Zen.499.38 (iii B.C.), Antig.Mir.161: abs., PCair.Zen.296.34 (iii B.C.), Agatharch.25, J.AJ8.2.9:—Pass., λελατόμηται PPetr.2p.12 (iii B.C.); τὰ -ούμενα θραύματα D.S.3.12. II λ. λάκκον hew it out, LXXEx.21.33, cf. De.6.11 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομέω: κόπτω, ἐξάγω λίθους, πέτρας λ. Διόδ. 5. 39· μεταφ., λ. ἐκ τῆς κοιλίας Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφωνα 135. II. λ. λάκκον, πελεκῶ, σκάπτω, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΑ΄, 33).