ἀνδρόσαιμον
English (LSJ)
τό, (αἷμα) a kind of
A St. John's wort, Hypericum perfoliatum, Dsc.3.156, Gal.11.829. 2 = ὑπερικόν, Dsc.3.154. 3 = ἄσκυρον, ib.155.
German (Pape)
[Seite 219] τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόσαιμον: τό, (αἷμα) φυτὸν ἐκβάλλον ἐρυθρὸν ὀπόν, εἶδος ἀγρίου πηγάνου, κοινῶς «λειχινόχορτον.» Κατὰ Διασκορίδην 3. 173, «θάμνος λεπτόκαρφος, φρυγανώδης, πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία, φύλλα τριπλασίονα τοῦ πηγάνου, ἃ τριφθέντα οἰνώδη χυλὸν ἀφίησι· καρπὸς ἐν κάλυκι ὅμοιος τῷ τῆς μελαίνης μήκονος, οἰονεὶ κατάγραφος, ἀνατριφθεῖσα δὲ ἡ κόρμη ῥητινώδη ὀσμὴν ἀποδίδωσι.»