ἀνδρόσαιμον

Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό, (αἷμα) a kind of

   A St. John's wort, Hypericum perfoliatum, Dsc.3.156, Gal.11.829.    2 = ὑπερικόν, Dsc.3.154.    3 = ἄσκυρον, ib.155.

German (Pape)

[Seite 219] τό, Mannsblut, Diosc., eine Pflanze, Hypericum montanum.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόσαιμον: τό, (αἷμα) φυτὸν ἐκβάλλον ἐρυθρὸν ὀπόν, εἶδος ἀγρίου πηγάνου, κοινῶς «λειχινόχορτον.» Κατὰ Διασκορίδην 3. 173, «θάμνος λεπτόκαρφος, φρυγανώδης, πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία, φύλλα τριπλασίονα τοῦ πηγάνου, ἃ τριφθέντα οἰνώδη χυλὸν ἀφίησι· καρπὸς ἐν κάλυκι ὅμοιος τῷ τῆς μελαίνης μήκονος, οἰονεὶ κατάγραφος, ἀνατριφθεῖσα δὲ ἡ κόρμη ῥητινώδη ὀσμὴν ἀποδίδωσι.»