κατάγραφος
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
κατάγραφον,
A = κατάγραπτος, Alex.Mynd. ap. Ath.9.387f, Dsc.3.156, Luc.Alex.12, Hippiatr.14.
II drawn in profile, Hipparch. 1.4.5; κατάγραφα, τά, = drawings in profile, Lat. obliquae imagines, Plin.HN35.56.
German (Pape)
[Seite 1343] = κατάγραπτος, bunt, Ath. IX, 387 f; Luc. oft. – Bes. auch = im Profil gemalt, Plin. H. N. 35, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bariolé, tacheté.
Étymologie: καταγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάγραφος -ον [καταγράφω] bont gekleurd.
Russian (Dvoretsky)
κατάγρᾰφος:
1 расписанный, пестрый (κεφαλὴ δράκοντος Luc.);
2 изображенный в профиль, профильный (imagines Plin.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάγραφος, -ον) καταγράφω
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάγραφα
ζωγραφικές αναπαραστάσεις «κατά κρόταφον», προφίλ ή επιβραχύνσεις τών σωμάτων ή τών μελών
μσν.-αρχ.
ο ζωγραφισμένος
αρχ.
1. ο κατάγραπτος, ο ραβδωτός
2. ζωγραφισμένος σε κατατομή, προφίλ.
Greek Monotonic
κατάγρᾰφος: -ον, κεντητός, διανθισμένος, πλουμιστός, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγρᾰφος: -ον, = κατάγραπτος, Ἀλεξ. Μύνδ. παρ᾿ Ἀθην. 387F, Λουκ. Ἀλέξ. 12. ΙΙ. ἐζωγραφημένος ἐν κατατομῇ, κατὰ κρόταφον, Ἵππαρχος εἰς Ἄρατ. Φαιν. 1. 6, σ. 180· οὕτω, κατάγραφα, τά, Λατ. obliquae imagines, Πλίν. 35. 34.
Middle Liddell
κατάγρᾰφος, ον
embroidered, Luc. [from κᾰταγράφω]