διαμαρτύρομαι

Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -μαρτῡράμην: pf. -μεμαρτύρημαι [ῠ], Dep.:—abs.,

   A call gods and men to witness, protest solemnly, esp. in case of falsehood or wrong, βοᾶν καὶ δ. D.18.23,143; δ. μή .., c. inf., Id.33.20; δ. ὅπως μή .., c. fut., Id.42.28; δ. τινὶ μὴ ποιεῖν protest against his doing, Aeschin.2.89: c. inf., Plb.1.33.5,al.; call to witness, ὑμῖν τὸν οὐρανόν LXXJu.7.28.    2 generally, protest, asseverate, Pl.Phd.101a, etc., PSI4.422(iii B.C.): c. acc., bear witness to, τὸ εὐαγγέλιον Act.Ap.20.24; testify, LXXDe.32.46, al.; τῇ Ἱερουσαλὴμ τὰς ἀνομίας αὐτῆς ib.Ez.16.2.    3 abs., beg earnestly of one, conjure him, X.Cyr.7.1.9; δ. καὶ παρακαλεῖν Act.Ap.2.40; δ. τινὰ ἵνα . . 1 Ep.Ti.5.21.

German (Pape)

[Seite 589] 1) dep. med., Götter u. Menschen zu Zeugen anrufen, beschwören, gegen erlittenes Unrecht od. falsche Anklage, seq. μή, c. inf., Dem. 33, 20 u. öfter, ὅπως μὴ φανήσονται 42, 28. – 2) bezeugen, Plat. Phaedr. 260 e Phaed. 100 e. – 3) auch = beschwören, dringend bitten, Xen. Cyr. 7, 1, 17; μὴ ποιεῖν, das nicht zu thun, Pol. 1, 33, 5. 3, 15, 5 u. Sp.; καὶ κωλύειν 3, 110, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαρτύρομαι: [ῠ], ἐπικαλοῦμαι θεοὺς καὶ ἀνθρώπους μάρτυρας, ἰδίως ἐν περιπτώσει ψευδολογίας ἢ ἀδικήματος, Λατ. obtestari, Δημ. 232. 28., 275. 17, κτλ.· δ. μὴ..., μετ᾽ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 899. 5· δ. ὅπως μὴ..., μετὰ μέλλ., ὁ αὐτ. 1047. 24· - τινι μὴ ποιεῖν, διαμαρτύρομαι, ἐγείρω ἔνστασιν ἐναντίον τῆς πράξεως, ἣν μέλλει τις νὰ πράξῃ, Αἰσχίν. 40. 9, καὶ συχνὸν παρὰ Πολυβ. 2) καθόλου, ἐπιμαρτύρομαι, σοβαρῶς διακηρύττω, Πλάτ. Φαίδωνι 101Α, κτλ. 3) ἀπολ., ζητῶ ἐπιμόνως παρά τινος, ἐξορκίζω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 9. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468.