ὁ,
A anointing, Dsc.Alex.14, Paul.Aeg.2.48.
[Seite 51] ὁ, das Fettmachen, Mästen, Sp., auch Düngen des Landes, Geop.
λῐπασμός: ὁ, ἄλειμμα, ἀλοιφή, Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμάκ. 14. 2) τὸ πιαίνειν, παχύνειν, πάχυνσις, Ἐκκλ.