ἐγκύρω

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

[ῡ], impf. ἐνέκῡρον: fut. ἐγκύρσω: aor. ἐνέκυρσα:—Pass., ἐγκύρομαι: ἐγκῠρέω, aor. 1 ἐνεκύρησα, lessfreq. in early writers, Heraclit. 72, freq. in Phld. as Sign.21, al., cf. Plb. and D.H. (v. infr.), Ael. Tact.1.2:—

   A fall in with, light upon, meet with, c.dat., ἐνέκυρσε φάλαγξι Il.13.145; ἐγκύρσας ἀάτῃσιν Hes.Op.216; ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Archil.70; ἐγκύρσαις (Aeol. aor. 1 part.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Pi.P.4.282, cf. 1.100; δύᾳ B.Fr.21; τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι S.El.863 (lyr.); στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Hdt.4.125; ἐνεκύρησαν στρατῷ Id.7.218, cf. Plb.8.35.5, etc.; δυσχωρίαις ἐγκυρήσαντες D.H.3.59; τυράννοις Phld.Ir.p.30 W.: in Hdt.7.208, c. gen., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς (here Valck. proposed ἐκύρησε, which has been received by edd.): c. acc., Ἅιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Epigr.Gr.241 (Smyrna). —Not in Att. Prose, once in Com., ἐγκυρῆσαι Cratin.35.

German (Pape)

[Seite 711] s. ἐγκυρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύρω: παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι ἐγκυρέω, ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, εἶναι ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, μετὰ δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 μετὰ γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, (ἐνταῦθα ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, ὅπερ ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. λέξις, σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12.