ψηφάς

Revision as of 10:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

άδος, ὁ,

   A juggler, Cat.Cod.Astr.7.118, 8(3).110, 8(4).217.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφάς: -άδος, ὁ, ὀφθαλμοπλάνος, γόης, ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες.. ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων Ἀθαν. 2, 298C· ὡσαύτως ψηφᾶς, ἃ ἴδε Δουκάγγ.· πρβλ. ψηφοπαίκτης.