ον,
A = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.
[Seite 245] frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.
νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.