νεότροφος

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότροφος Medium diacritics: νεότροφος Low diacritics: νεότροφος Capitals: ΝΕΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: neótrophos Transliteration B: neotrophos Transliteration C: neotrofos Beta Code: neo/trofos

English (LSJ)

νεότροφον, = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né (propr. nourri depuis peu).
Étymologie: νέος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

νεότροφος: Aesch. = νεοτρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.

Greek Monolingual

νεότροφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος].

Greek Monotonic

νεότροφος: -ον (τρέφω), = νεοτρεφής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεό-τροφος, ον, τρέφω = νεοτρεφής, Aesch.]