ἐπιστέφω

Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

in Hom. always in Med., κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο

   A filled them with wine, Il.1.470, Od.1.148, etc. (variously expld., cf. Ath.1.13d, 15.674e, and ἐκστέφω 1).    II. to be full of or covered with, τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι Alcm.74 B.    III. χοὰς ἐ. τινί pour libations as an honour to the dead, S. El.441.    IV. Med., wreathe, ἄνθεϊ χαίτην Nonn.D.47.11:—also in Act., crown, surround, κύμασι Παταλήνην ib.27.158.

German (Pape)

[Seite 984] Hom. im med. in der Vrbdg κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, sie gossen die Mischgefäße bis an den Rand voll, Il. 1, 470 Od. 1, 148 u. öfter. Vgl. ἐπιστεφής u. die daselbst angeführte Stelle aus Buttm. Lezil.; Ath. I, 13 d erkl. ὑπερχειλεῖς οἱ κρατῆρες ποιοῦνται, ὥςτε διὰ τοῦ ποτοῦ στεφανοῦσθαι, vgl. XV, 674 s. – Soph. El. 433 τάσδε δυσμενεῖς χοὰς οὐκ ἄν ποθ' ὅν γ' ἔκτεινε τῷδ' ἐπέστεφε, Todtenopfer, Libation auf einen Grabhügel ausgießen; Alcman. Ath. III, 111 a τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι, = ἐπιστεφής, bedeckt mit Brot.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστέφω: κυρίως, περιβάλλω διὰ στεφάνου ἢ ὡς διὰ στεφ., ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῷ Μέσῳ, κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, ἄχρι τῆς στεφάνης ἐπλήρωσαν ποτοῦ, Ἰλ. Α. 470, Ὀδ. Α. 148, κτλ.· «ἐπιστέφονται δὲ ποτοῖο οἱ κρητῆρες, ἤτοι ὑπερχειλεῖς οἱ κρατῆρες ποιοῦνται» Ἀθήν. 13D, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 674F (διότι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν μεταγενεστέραν συνήθειαν, καθ’ ἣν τὸ ποτήριον ἐστέφετο δι’ ἀνθέων, Λατ. vina coronare, ὡς ὁ Οὐεργίλιος ἐκλαμβάνει τὸ πρᾶγμα, Αἰν. 3, 525, πρβλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπιστεφής, ἀμφιστεφής). ΙΙ. καλύπτομαι διά τινος, μέ τι, τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι, κεκαλυμμέναι δι’ ἄρτων, Ἀλκμὰν 61. ΙΙΙ. χοὰς ἐπιστέφω τινί, ἐπιχέω χοὰς ἐπὶ τοῦ τύμβου τινός, εἰ μή τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε, τάσδε δυσμενεῖς χοὰς οὐκ ἄν ποθ’ ὅν γ’ ἔκτεινε, τῷδ’ ἐπέστεφε Σοφ. Ἠλ. 441.