ἐννεύω
English (LSJ)
A nod or make signs to, ἐννεύει με φεύγειν Ar.Fr.75, cf. Luc. DMeretr.12.1; ἐ. τινὶ τὸ τί ἂν θέλοι . . ask him by signs what... Ev.Luc.1.62.
German (Pape)
[Seite 847] zuwinken; μὲ φεύγειν Ar. frg. 58; absol., Luc. D. meretr. 12, 1, l. d.; τινί, Luc. ev. 1, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεύω: νεύω, κάμνω νεῦμα εἴς τινα, ἐννεύει με φεύγειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 58· ἐνν. τινὶ τὸ τί ἂν θέλοι, ἐρωτᾶν τινα διὰ σημείων τί..., Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 62.