νεῦμα

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεῦμα Medium diacritics: νεῦμα Low diacritics: νεύμα Capitals: ΝΕΥΜΑ
Transliteration A: neûma Transliteration B: neuma Transliteration C: neyma Beta Code: neu=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, (νεύω)
A nod, sign, Th.1.134; νεύματος ἕνεκα χαλεπαίνειν for a mere nod, X.An.5.8.20; ν. χειρός Onos.26.1.
2 expression of will, command, μονοψήφοισι νεύμασι A.Supp.373 (lyr.); ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί Plb.21.38.4; approval, sanction, ἀετὸς φέρων ἐκ Διὸς ταῖς εὐχαῖς ν. Philostr.Her.12a.1, cf. IG3.636; control, ὑποτάττειν Παλαιστίνην τῷ ν. τινός Chor.p.28B.
II quarter of the heavens, D.P.517.
2 generally, direction, Heliod. ap. Orib.49.4.39, PMag.Par.1.178.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
inclinaison de la tête ; mouvement de tête, signe de tête.
Étymologie: νεύω.

German (Pape)

τό, der Wink, das Zunicken mit dem Kopf und den Augen, bes. als Zeichen des Beifalls und der Bekräftigung, oder des Befehls; Aesch. Suppl. 368; sp.D., wie Mel. 14 (XII.68); in Prosa, Thuc. 1.134, Xen. An. 5.8.20; Pol. 5.26.13; ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί, 22.21.9; Sp., ἐκ τοῦ ἐμοῦ νεύματος ἀπηρτημένοι, Luc. Tim. 5.

Russian (Dvoretsky)

νεῦμα: ατος τό знак (головой или глазами), мановение, кивок: νεύματος ἕνεκα Xen. из-за одного (лишь) мановения, т. е. по малейшему поводу; ἀπὸ νεύματος Polyb. кивком головы, мановением.

Greek (Liddell-Scott)

νεῦμα: τό, (νεύω) ὡς καὶ νῦν, Θουκ. 1. 1. 134· νεύματος ἕνεκα, ἕνεκα ἁπλοῦ νεύματος, δηλ. ἄνευ αἰτίας τινός, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20· καθόλου, ἡ διὰ νεύματος, ἐκδήλωσις τῆς θελήσεως, διαταγή, μονοψήφοισι νεύμασι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 373· ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί Πολύβ. 22. 21, 9. 2) ἐπιδοκιμασία, ἐπίνευσις, ν. φέρειν τινὶ Πολύβ. 719, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 373. ΙΙΙ κλίσις τῆς γῆς, κατωφέρεια, Διον. Π. 517.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεῡμα)
σημείο που δίνεται με κίνηση του κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.)
νεοελλ.
(στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες έπρεπε να ψαλούν και το οποίο χρησιμοιήθηκε στα εκκλησιαστικά βιβλία από τον 8ο μέχρι τον 12ο αιώνα
μσν.
1. καθοδήγηση, υπόδειξη
2. αδίκημα
αρχ.
1. έκφραση επιδοκιμασίας ή αρνήσεως με νεύμα («τὸ τοῦ βασιλέως νεῡμα», Πολ.)
2. διαταγή που δίνεται με κίνηση του κεφαλιού («ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί», Πολ.)
3. εξουσία, έλεγχος («ὑποτάττειν Παλαιστίνην τῷ νεύματί τινος», Χορίκ.)
4. εκδήλωση συναισθήματος που φαίνεται στην έκφραση
5. κλίση του εδάφους, κατωφέρεια της γης
6. κατεύθυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεύω + κατάλ. -μα (βλ. και λ. νεύω)].

Greek Monotonic

νεῦμα: -ατος, τό (νεύω), νεύμα με κίνηση του κεφαλιού, σινιάλο, σε Θουκ.· νεύματος ἕνεκα, εξαιτίας ενός απλού νεύματος, δηλ. χωρίς λόγο, σε Ξεν.

Middle Liddell

νεῦμα, ατος, τό, νεύω
a nod or sign, Thuc.; νεύματος ἕνεκα for a mere nod, i. e. without cause, Xen.

English (Woodhouse)

nod

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

nutus, nod, command, 1.134.1.